- εσωτικός
- ἐσωτικός, -ή, -όν (Α)1. εσωτερικός2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐσωτικόντο εσωτερικό τού σπιτιού, το σπιτικό.[ΕΤΥΜΟΛ. < εσω-τικός (πρβλ. εξω-τικός) υπό την επίδραση τών εξώ-τερος, εσώ-τερος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.